- ιστεών
- ἱστεών, ὁ (Α) [ιστός]εριουργείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστεών — weaving shed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστεῶνα — ἱστεών weaving shed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστείον — ἱοτεΐον, τὸ (Α) [ιστός] ιστεών* … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek